συκοφαντητός

συκοφαντητός
σῡκοφαντ-ητός, ή, όν,
A to be quibbled about, οὐ σ. ἦν τὰ τοιαῦτα after all, such points need not be unduly pressed, Sch.Ar.Ra.53.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συκοφαντητός — ή, όν, Α [συκοφαντῶ] 1. (για πράξη) ο δεκτικός συκοφαντίας, αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πέσει θύμα συκοφαντίας, συκοφαντημένος …   Dictionary of Greek

  • συκοφαντητά — συκοφαντητός to be quibbled about neut nom/voc/acc pl συκοφαντητά̱ , συκοφαντητός to be quibbled about fem nom/voc/acc dual συκοφαντητά̱ , συκοφαντητός to be quibbled about fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”